- συβάζω
- μετ. обл см. συμβιβάζω;
συβάζομαι — договариваться, соглашаться;
§ δε συβάζεται με κανένα — с ним невозможно договориться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συβάζομαι — договариваться, соглашаться;
§ δε συβάζεται με κανένα — с ним невозможно договориться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συβάζω — Ν 1. συμβιβάζω 2. μέσ. συβάζομαι α) συμφωνώ, παραδέχομαι β) (σχετικά με ζήτημα ή διαφορά) καταλήγω σε συμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβιβάζω, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)] … Dictionary of Greek
κακοσύβαστος — η, ο αυτός που δύσκολα συμφιλιώνεται, κακοσυμβίβαστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + συβάζω «συμβιβάζω, συμφωνώ»] … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
σύβασμα — το, Ν [συβάζω] σύβαση … Dictionary of Greek